- ῥάβδων
- ῥάβδοςrodfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… … Dictionary of Greek
αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… … Dictionary of Greek
συρματοποίηση — Φάση της διαδικασίας για την επεξεργασία των μετάλλων, των πλαστικών υλών και των ελαστικών, που αποσκοπεί στην παραγωγή συρμάτων, σωλήνων ή λεπτών ράβδων κλπ. Η συνηθισμένη μέθοδος βασίζεται στη διέλευση των υλικών μέσα από μια σειρά από τρύπες… … Dictionary of Greek
CAMAE seu potius CAMEUNAE — CAMAE, seu potius CAMEUNAE Graecis dictae sunt strata humilia et lectuli humo propiores, quod homines veluti καμαὶ humi iacerent. Hesych. χαμεύνη ςτιβὰς, καὶ ἡ ταπεινὴ κλινὶς: καὶ χαμεύνης ὁ χαμὰι κοιμώμενος, Chameuna torus est et Humilis lectus… … Hofmann J. Lexicon universale
CANELLA — apud Myrepsum, Gall. Canelle, vox recentioris aevi, cinnamomum Veterum notare creditur haud paucis; sed Veteres omnes cinnamum a casia statuunt diversum: atqui casia veterum hodierna Canella est, quod nomen ipsum aperte ostendit. Casiam enim… … Hofmann J. Lexicon universale
CATTUS seu CATUS — vinea. Vegetius, l. 4. c. 15. Vineas dixerunt Veteres, quas nunc militari barbaricoque usu Cattos vocant. Sic dictae nempe vineae hae seu plutei, quod sub illis miles in morem felis, quem Cattum vulgo dicunt, sub insidiis lateat. Monachus Vallis… … Hofmann J. Lexicon universale
STIBADIUM — Graece Στιβάδιον, torulus fuit e gramine, herbis frondibus seu floribus stipatus, a ςτείβω, Hesych. Στιβὰς ἀπὸ ῥάβδων καὶ χλωρῶν χόρτων ςτρῶσις καὶ φύλλων, ἢ Χαμαικοίτη, Stratum e frondibus, viridique gramine, ac foliis constructum et lectus humi … Hofmann J. Lexicon universale
γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… … Dictionary of Greek
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
εκκρεμές — Κάθε σώμα που μπορεί να ταλαντεύεται, υπό την επίδραση του βάρους του, γύρω από άξονα (φυσικό ή σύνθετο ε.). Το απλόιδανικόμαθηματικό ε. αποτελείται από ένα υλικό σημείο Α (πρακτικά ένα σιδερένιο σφαιρίδιο), κρεμασμένο σε νήμα (το οποίο δεν είναι … Dictionary of Greek